Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

χειρωνακτική (διανοητική)

  • 1 εργασία

    η
    1) работа, дело; занятие, деятельность;

    χειρωνακτική (διανοητική) εργασί — физическая (умственнная) работа;

    κοινωνική εργασία — общественная работа;

    γεωργικές εργασίες — сельскохозяйственные работы;

    έχω πολλή εργασία — у меня много работы, дел;

    οι εργασίες της εταιρίας επεκτάθηκαν — компания расширила

    свою деятельность;
    2) служба, работа;

    μισθωτή εργασία — работа по найму;

    πηγαίνω στην εργασία — ходить на работу;

    ψάχνω να βρώ εργασία — искать работу;

    3) работа, профессия;

    ποια είναι η εργασία σου; — ты чем занимаешься?, кем ты работаешь? 4) работа, труд;

    σύμβαση εργασίας — трудовое соглашение;

    παραγωγικότητα της εργασίας — производительность труда;

    έχει πολλή εργασία αυτό — это требует большой работы, большого труда;

    παίρνει ακριβά γιά την εργασία αυτή — он берёт дорого за эту работу;

    5) работа, произведение;

    χειροποίητη εργασία — ручная работа;

    καλλιτεχνική (λεπτή) εργασία — искусная (тонкая) работа;

    πτυχιακή εργασία — дипломная работа;

    6) работа, действие, функционирование (человека, коллектива);

    έχω εργασία — быть занятым; — иметь нагрузку;

    7) πλ. работа; деятельность;

    οι εργασίες της τράπεζας — работа банка;

    οι εργασίες της (συν)διασκέψεως — работа конференции;

    κύκλος εργασίών — цикл работ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εργασία

См. также в других словарях:

  • επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… …   Dictionary of Greek

  • συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»